αἴρεσθ'

αἴρεσθ'
αἴρεσθε , αἴρω
attach
pres imperat mp 2nd pl
αἴρεσθε , αἴρω
attach
pres ind mp 2nd pl
αἴρεσθαι , αἴρω
attach
pres inf mp
αἴρεσθε , αἴρω
attach
imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ευοί — εὐοῑ και εὐοὶ και εὐαὶ και εὐαί και εὖα και εὐάν (Α) επιφώνημα διονυσιακού ενθουσιασμού και χαράς τών ακολούθων τού Βάκχου («αἴρεσθ ἄνω, ἰαί, ὡς ἐπὶ νίκῃ, ἰαί. Εὐοῑ, εὐοῑ, εὐαῑ, εὐαῑ», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονοματοποιημένες… …   Dictionary of Greek

  • ρόθιος — ον, θηλ. και ῥοθία και ποιητ. τ. ῥοθιάς, άδος, Α [ῥόθος] 1. (κυρίως για τα κύματα) αυτός που κινείται ορμητικά, με θόρυβο (α. «ἀμφὶ δὲ κῡμα βέβρυκε ῥόθιον», Ομ. Οδ. β. «ἦ ῥοθίοις εἰλατίναις δικρότοισι κώπαις ἔπλευσαν», Ευρ. γ. «εὐθὺς δὲ κώπης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”